- βροτοφεγγής
- βροτο-φεγγής, ές,A giving light to men,
αἴγλη AP9.399
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἴγλη AP9.399
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βροτοφεγγέα — βροτοφεγγής giving light to men neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βροτοφεγγής giving light to men masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… … Dictionary of Greek